-
1 τηγανίτα
η блин -
2 τηγανίτα
[тиганита] οοσ. θ. блинΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τηγανίτα
-
3 τηγανίτα
[тиганита] ουσ θ блин. -
4 τηγανίτα
crêpe -
5 τηγανίτα
naleśnik (m) rzecz. -
6 τηγανίτα
palačinka -
7 τηγανίτα
pancakeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τηγανίτα
-
8 crêpe
τηγανίτα -
9 palačinka
τηγανίτα -
10 pancake
τηγανίτα -
11 naleśnik
τηγανίτα -
12 оладья
-
13 блин
блинм ἡ τηγανίτα; ◊ первый \блин комом погов. ἡ κάθε ἀρχή καί δύσκολη. -
14 оладья
оладьяж ἡ χοντρή τηγανίτα. -
15 pancake
noun (a thin cake usually made of milk, flour and eggs and fried in a pan etc.) τηγανίτα -
16 блин
[μπλίν] ουσ. α. τηγανίτα -
17 блин
[μπλίν] ουσ α τηγανίτα
См. также в других словарях:
τηγανίτα — η, Ν γλύκισμα από χυλό αλευριού, τηγανισμένο σε καφτό λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηγανίτης, με αλλαγή γένους κατά το πίτα] … Dictionary of Greek
τηγανίτα — η πρόχειρο γλύκισμα με χυλό από αλεύρι που ψήνεται σε καυτό λάδι στο τηγάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η … Dictionary of Greek
εγκρίς — ἐγκρίς ( ίδος), η (Α) γλύκισμα με λάδι και μέλι, τηγανίτα … Dictionary of Greek
λαλάγγι — λαλάγγι, τὸ (Μ, Α λαλάγγιον) λαλάγγη, λαλαγγίτα, τηγανίτα … Dictionary of Greek
λαλαγγίτα — και λαλαγγίδα και λαγγίτα, η (Μ λαλαγγίτα) είδος γλυκίσματος που μοιάζει με τηγανίτα και λουκουμά … Dictionary of Greek
μεζεδάκι — το 1. μικρός πρόχειρος μεζές 2. στον πληθ. τα μεζεδάκια εντόσθια αρνιού μαγειρεμένα ή τηγανιτά … Dictionary of Greek
ταγηνίας — ὁ, ΜΑ τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάγηνον + κατάλ. ίας (πρβλ. οβελ ίας)] … Dictionary of Greek
τηγανίτης — ο, ΝΑ, και ταγηνίτης Α η τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον / τάγηνον + κατάλ. ίτης (πρβλ. ζυμ ίτης, πιτυρ ίτης)] … Dictionary of Greek
τηγανητός — ή, ό, Ν, και μόνον ο τ. ουδ. τηγανητόν, τὸ, Α τηγανισμένος, τηγανιστός, παρασκευασμένος σε τηγάνι με καφτό λάδι ή λίπος («τηγανητές πατάτες») αρχ. (το ουδ.) τὸ τηγανητόν η τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. τηγανητόν < τήγανον + κατάλ. η τόν, ουδ.… … Dictionary of Greek